- κρατησιβίας
- κρᾰτησῐ-βίας, ὁ,A = κραταίβιος, Pi.Fr.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατησιβίαν — κρατησιβίᾱν , κρατησιβίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κρατησιβίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)